- μελλέφηβος
- μελλέφηβος, ον,A near puberty, Censorin.Nat.14.8, Hsch. s.v. μελλίρην, Eust.763.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελλέφηβος — μελλέφηβος, ον (Α) αυτός που πρόκειται να εισέλθει στους εφήβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἔφηβος] … Dictionary of Greek
μελλέφηβος — near puberty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλέφηβον — μελλέφηβος near puberty masc/fem acc sg μελλέφηβος near puberty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλέφηβοι — μελλέφηβος near puberty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek